φθαρτικά

φθαρτικά
φθαρτικός
destructive
neut nom/voc/acc pl
φθαρτικά̱ , φθαρτικός
destructive
fem nom/voc/acc dual
φθαρτικά̱ , φθαρτικός
destructive
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθαρτικάς — φθαρτικά̱ς , φθαρτικός destructive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) …   Dictionary of Greek

  • φθαρτικώς — φθαρτικώς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν βλ. φθαρτικός …   Dictionary of Greek

  • φθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φθορά, καταστρεπτικός, φθοροποιός, επιβλαβής. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωτερικό φθαρτό εμβρυϊκό υμένα: Φθαρτικά κύτταρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”